ηλεκτροθεραπεία

ηλεκτροθεραπεία
η
ιατρ. κλάδος τής θεραπευτικής που χρησιμοποιεί ως μέσο θεραπείας συνεχές, παροδικό, στατικό ή υψίσυχνο ηλεκτρικό ρεύμα, ανάλογα με την ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotherapy < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + therapy (πρβλ. θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θεόδωρο Αρεταίο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροθεραπεία — η θεραπεία με χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού: Πολλοί σχιζοφρενείς υποβάλλονται σε ηλεκτροθεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτροθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροθεραπεία («ηλεκτροθεραπευτική μέθοδος»). επίρρ... ηλεκτροθεραπευτικώς και ά με ηλεκτροθεραπευτικό τρόπο, με ηλεκτροθεραπεία …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”